- ξεκρέμαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν είναι κρεμασμένος.2. μτφ., παράλογος, ανερμάτιστος, ανόητος: Ξεκρέμαστες κουβέντες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεκρέμαστος — η, ο [ξεκρεμώ] 1. αυτός που δεν είναι κρεμασμένος κάπου, ξέκρεμος 2. μτφ. α) αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος (α. «ξεκρέμαστες ιδέες» β. «ξεκρέμαστα λόγια») β) (για πρόσ.) i) αυτός που δεν έχει οικονομικά ερείσματα, που έμεινε χωρίς… … Dictionary of Greek
ξέκρεμος — ή, ο ξεκρέμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκρεμώ] … Dictionary of Greek